-
1 λιμν-ώδης
λιμν-ώδης, sumpfartig, sumpfig, τόποι, Pol. 3, 28, 8 u. Sp.; – τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος verbindet Thuc. 5, 7.
См. также в других словарях:
λιμνώδης — ες (Α λιμνώδης, ῶδες) [λίμνη] (για τόπο) γεμάτος λίμνες, ελώδης, τεναγώδης νεοελλ. αυτός που μοιάζει με λίμνη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιμνῶδες ελώδες έδαφος («τὸ λιμνῶδες τοῡ Στρυμόνος», Θουκ.) … Dictionary of Greek